μυοσωτίς

μυοσωτίς
η (Α μυοσωτίς, -ίδος)
νεοελλ.
βοτ. γένος ποωδών μονοετών ή πολυετών φυτών με μεμονωμένα φύλλα και με άνθη γαλάζια ή λευκά και ρόδινα, αρκετά είδη τού οποίου απαντούν στην Ελλάδα και είναι γνωστά με την ονομασία μη με λησμόνει
αρχ.
1. το ζιζάνιο και ετήσιο φυτό τραχύσπερμο το επικλινές
2. το ποώδες φυτό αλσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -ωτίς (< οὖς, ὠτός «αφτί»), επειδή τα φύλλα τού φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυοσωτίς — madwort fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • miosotis — (del lat. «myosōtis», del gr. «myosōtís», oreja de ratón; Myosotis arvensis) f. *Planta borraginácea de hojas suavemente vellosas, de pequeñas flores azules con una estrella amarilla en el centro, consideradas tradicionalmente como símbolo de… …   Enciclopedia Universal

  • μη μέ λησμόνει — Κοινή ονομασία του είδους Myosotis scorpioides. Βλ. λ. μυοσωτίδα. * * * το κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους φυτών μυοσωτίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομασία προέρχεται από μετφρ. τού γαλλ. ne m οublie pas (πρβλ. και αγγλ. forget me not)] …   Dictionary of Greek

  • μυρτόσπληνον — μυρτόσπληνον, τὸ (Α) μυοσωτίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + σπλην, σπληνός] …   Dictionary of Greek

  • μυόσωτον — μυόσωτον, τὸ (Α) το ποώδες φυτό αλσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυοσωτίς κατά τα ουδ. σε ον] …   Dictionary of Greek

  • miosotis — (Del lat. myosōtis, y este del gr. μυοσωτίς, oreja de ratón). f. raspilla …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”